αντικοινωνικός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι αντίθετος στους κοινωνικούς θεσμούς: Οι αντιλήψεις του σε πολλά σημεία ήταν αντικοινωνικές. 2. ακοινώνητος: Ήταν τόσο αντικοινωνικός που δεν ήθελε να δει άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάνθρωπος — η, ο (για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος 2. αντικοινωνικός … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… … Dictionary of Greek
Γκρίφιους, Αντρέας — (Andreas Gryphius, Γκλογκάου, Σιλεσία 1616 – 1664).Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια ύστερα από τον θάνατο των γονέων του, αντιμετωπίζοντας τη φτώχεια, τον πόλεμο και τους διωγμούς εναντίον των προτεσταντών … Dictionary of Greek