αντικοινωνικός

αντικοινωνικός
-ή, -ό
1. ο αντίθετος προς την κοινωνία και τους κοινωνικούς θεσμούς
2. αυτός που παραβιάζει την κοινωνική ησυχία και τάξη
3. ακοινώνητος, ασυγχρώτιστος με τους άλλους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κοινωνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή (πρβλ. αγγλ. antisocial
γαλλ. antisocial
γερμ. Asozial)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντικοινωνικός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι αντίθετος στους κοινωνικούς θεσμούς: Οι αντιλήψεις του σε πολλά σημεία ήταν αντικοινωνικές. 2. ακοινώνητος: Ήταν τόσο αντικοινωνικός που δεν ήθελε να δει άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απάνθρωπος — η, ο (για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος 2. αντικοινωνικός …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίφιους, Αντρέας — (Andreas Gryphius, Γκλογκάου, Σιλεσία 1616 – 1664).Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια ύστερα από τον θάνατο των γονέων του, αντιμετωπίζοντας τη φτώχεια, τον πόλεμο και τους διωγμούς εναντίον των προτεσταντών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”